-
1 ἐν-σπειράω
ἐν-σπειράω, einwickeln, in einander winden, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Sext. Emp. adv. math. 7, 410.
1 ἐν-σπειράω
ἐν-σπειράω, einwickeln, in einander winden, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Sext. Emp. adv. math. 7, 410.